δέματ'

δέματ'
δέματα , δέμα
band
neut nom/voc/acc pl
δέματι , δέμα
band
neut dat sg
δέματε , δέμα
band
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) …   Dictionary of Greek

  • κλυσμάτιον — κλυσμάτιον, τὸ (Α) μικρό κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δεμάτ ιον, σωμάτ ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”